- ὁροφυλακικός
- ὁροφῠλᾰκ-ικός, ή, όν,A of or for a frontier-guard,
τέλος SIG633.93
(Milet., ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τέλος SIG633.93
(Milet., ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οροφυλακικός — ὁροφυλακικός, η, όν (Α) [οροφύλαξ (Ι)] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρούρηση τών συνόρων … Dictionary of Greek